- πιεσμός
- ὁ, Α [πιέζω]1. η πίεση2. στον πληθ. οἱ πιεσμοίμτφ. η βία, η ανάγκη, ο εξαναγκασμός τών περιστάσεων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιεσμός — constraint masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιεσμοῖς — πιεσμός constraint masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιεσμοί — πιεσμός constraint masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιεσμούς — πιεσμός constraint masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιεσμῷ — πιεσμός constraint masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιεσμόν — πιεσμός constraint masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek
τεινεσμός — και τηνεσμός, ο, ΝΑ τάνυσμα, επώδυνη τάση για αφόδευση ή για ούρηση προκαλούμενη από ερεθισμό ή σπασμό τού αντίστοιχου σφιγκτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός όρος σχηματισμένος από το θ. τού ενεστ. τού ρ. τείνω με επίθημα εσμός, πιθ.… … Dictionary of Greek